- ερέβινθος
- ο (AM ἐρέβινθος)1. το φυτό ρεβιθιά2. ο καρπός τής ρεβιθιάς, το ρεβίθιμσν.(με προσωποποίηση τού ουσ.) ΕρέβινθοςΡέβιθοςαρχ.μτφ. το ανδρικό μόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’ ενός με τη λ. όροβος και αφ’ ετέρου με λατ. ervum «όροφος, φακή», αρχ. άνω γερμ. araweiz «μπιζέλι», αν και το w τών τύπων δεν αντιστοιχεί προς το β τού ελλ. τύπου ερέβινθος. Είναι πιθανόν εξάλλου η λ. να προέρχεται από κάποιο ιδίωμα τής Μικράς Ασίας ή της Α. Μεσογείου, όπου πρωτοεμφανίστηκε το φυτό].
Dictionary of Greek. 2013.